- κινδυνεύοντα
- κινδῡνεύοντα , κινδυνεύωto be daringpres part act neut nom/voc/acc plκινδῡνεύοντα , κινδυνεύωto be daringpres part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
бѣдовати — БѢД|ОВАТИ (5*), ОУЮ, ОУѤТЬ гл. 1.Бедствовать, страдать: держимъ же зѣло и боудоу˫а [вм. бѣдоу˫а] възиска же лица г(с)нѩ б҃и˫а и помолисѩ ГА XIII XIV, 108б; бѣдовати о (чем л.): •г҃• показа пьрсты. потом же два съвъкупль. а ѥдинъ оставль.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
περί — ΝΜΑ, με αναστροφή πέρι, θεσσαλ., δελφ. και αιολ τ. περ, ελεατ. τ. παρ Α πρόθεση η οποία συντάσσεται: 1. με γεν. α) (για δήλωση τού αντικειμένου, τού θέματος για το οποίο γίνεται λόγος ή για το οποίο ενδιαφέρεται κάποιος), για, σχετικά με..., όσον … Dictionary of Greek